εὐλίμενος

εὐλίμενος
εὐλίμεν-ος [ῐ], ον, ([etym.] λιμήν)
A with good harbours,

ἀκταί E.Hel.1463

; [

πόλις] εὐλιμενωτέρα Pl.Lg.705a

, cf. 704b, 704d;

εὐ. ἁλὸς οἶκοι Archestr. Fr.26

: c. gen.,

ἱερὸν παντὸς κύματος εὐλίμενον App.Anth.3.81

(Posidipp.): —also[full] εὐλῐμήν,-ένος

, πορθμοί Procop.Aed.1.5

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εὐλίμενος — with good harbours masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευλίμενος — η, ο (Α εὐλίμενος, ον) αυτός που έχει καλά και ασφαλή λιμάνια («εὐλίμενοι ἀκταί», Ευρ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευλίμενο (για παραθαλάσσια χώρα) το να έχει καλά λιμάνια («το ευλίμενο τής Ελλάδας») …   Dictionary of Greek

  • εὐλιμενώτατον — εὐλίμενος with good harbours masc acc superl sg εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλίμενον — εὐλίμενος with good harbours masc/fem acc sg εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλιμένους — εὐλίμενος with good harbours masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλιμένῳ — εὐλίμενος with good harbours masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλίμενα — εὐλίμενος with good harbours neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐλίμενοι — εὐλίμενος with good harbours masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβλέμονας — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ., 62 κάτ.) των Κυθήρων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κυθήρων της νομαρχίας Πειραιώς. * * * ο 1. όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλι 2. βαθιά θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμ., πιθ. από αρχικό ἀβλέμμων (βυθός) (= όπου δεν… …   Dictionary of Greek

  • ευλιμήν — εὐλιμήν, ένος και εὐλίμην, ενός, ὁ (Α) ο ευλίμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λιμήν «λιμάνι»] …   Dictionary of Greek

  • ευλιμενότης — εὐλιμενότης, ἡ (Α) [ευλίμενος] το να έχει μια χώρα καλά λιμάνια, το ευλίμενο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”